- ετυμολόγος
- οαυτός που ασχολείται με την ετυμολογία των λέξεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ετυμολόγος — ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, ον) 1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + λογος (< λέγω)] … Dictionary of Greek
ἐτυμολόγοις — ἐτυμόλογος studying etymology masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμολόγους — ἐτυμόλογος studying etymology masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
etimólogo — ► sustantivo LINGÜÍSTICA Persona especializada en el estudio de la etimología de las palabras. SINÓNIMO [etimologista] * * * etimólogo, a n. Lingüista especializado en etimologías. ≃ Etimologista. * * * etimólogo, ga. (Del gr. ἐτυμολόγος). m. y … Enciclopedia Universal
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ετυμολογικός — ή, ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, ή, όν) [ετυμολόγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη») 2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό το μέρος τής… … Dictionary of Greek
ετυμολογώ — (ΑΜ ἐτυμολογῶ, έω) [ετυμολόγος] αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.) συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία … Dictionary of Greek
etimólogo — etimólogo, ga (Del gr. ἐτυμολόγος). m. y f. etimologista … Diccionario de la lengua española